σταθμητός

σταθμητός
-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σταθμώ]
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταθμητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετρηθεί, να ζυγιστεί: Οαέρας είναι ύλη σταθμητή. 2. μτφ., αυτός που μπορεί να υπολογιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθμητά — σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc pl σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc/acc dual σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμητῶν — σταθμητός to be measured fem gen pl σταθμητός to be measured masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμητόν — σταθμητός to be measured masc acc sg σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμηταί — σταθμητός to be measured fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμητοί — σταθμητός to be measured masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμητῇ — σταθμητός to be measured fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμητή — σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμητήν — σταθμητός to be measured fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμητικός — ή, ό / σταθμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση τού βάθους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”